- άμαθος
- -η, -ο1. αμάθητος (βλ. λ.).2. αμαθής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄμαθος — dwelling in sand fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
ἀμάθοιο — ἄμαθος dwelling in sand fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθοισι — ἄμαθος dwelling in sand fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθοισιν — ἄμαθος dwelling in sand fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθου — ἄμαθος dwelling in sand fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθῳ — ἄμαθος dwelling in sand fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαθοι — ἄμαθος dwelling in sand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαθον — ἄμαθος dwelling in sand fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek